εμαυτού

εμαυτού
-ής (AM ἐμαυτοῡ, -ῆς
Α και ἐμεωυτοῡ και ἐμωυτοῡ, -ῆς)
αυτοπαθής αντωνυμία α' εν. προσώπου, μόνο στις πλάγιες πτώσεις («εμένα τού ίδιου, τού ίδιου τού εαυτού μου»).
νεοελλ.
φρ.
1. «ομιλώ κατ' εμαυτόν» — μονολογώ
2. «διαθέτω κατά βούληση τα εμαυτού» — τα υπάρχοντά μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐμαυτοῦ — of me masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐν τοῖς ἐμαυτοῦ δικτύας ἀλώσομαι. — См. Сети …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 'μαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἠμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμαυτῶν — ἐμαυτοῦ of me fem gen pl ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμαυτόν — ἐμαυτοῦ of me masc acc sg ἐμαυτοῦ of me neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμεωυτόν — ἐμαυτοῦ of me masc acc sg (ionic) ἐμαυτοῦ of me neut acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”