ἐμαυτοῦ — of me masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐν τοῖς ἐμαυτοῦ δικτύας ἀλώσομαι. — См. Сети … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
'μαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἠμαυτοῦ — ἐμαυτοῦ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμαυτῶν — ἐμαυτοῦ of me fem gen pl ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμαυτόν — ἐμαυτοῦ of me masc acc sg ἐμαυτοῦ of me neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμεωυτόν — ἐμαυτοῦ of me masc acc sg (ionic) ἐμαυτοῦ of me neut acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)